- ήμαι
- ἧμαι (Α)1. είμαι καθισμένος, κάθομαι2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.)3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ' ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται» — στην ψυχή μου βρίσκεται θρονιασμένη η πίστη, Ευρ.)6. (για αναθήματα, ιερά, ναούς κ.λπ.) είμαι ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», Ηρόδ.)7. μένω κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», Ομ. Οδ.)8. φρ. α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς ἧμαι» — άρχω, κυβερνώβ) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό τόπο (Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη αντιστοιχίαπρβλ. λ.χ. το γ' εν. ενεστ. ήσται έναντι αρχ. ινδ. aste και αβεστ. āste (< ΙΕ τ. *es-tai)γ' πληθ. ενεστ. ήαται έναντι αρχ. ινδ. āsate (< ΙΕ τ. *es-ntai). Η δασύτητα εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε επίδραση τού συνωνύμου έζομαι (< ΙΕ ρίζα *sed-).ΣΥΝΘ. εγκάθημαι, επικάθημαι, κάθημαι, προκάθημαι, συγκάθημαιαρχ.αφήμαι, ενήμαι, εφήμαι, υφήμαι].
Dictionary of Greek. 2013.